- ωκύτοκος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που γεννήθηκε γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -τοκος (< τόκος < τίκτω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠκυτόκος — causing quick and easy birth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκυτόκος — ο / ὠκυτόκος, ον, ΝΑ (λόγιος τ.) αυτός που γεννά εύκολα αρχ. 1. (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό 2. (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις γύρω περιοχές εύφορες, γόνιμες 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκυτόκον ο εύκολος, γρήγορος … Dictionary of Greek
ὠκυτόκοιο — ὠκύτοκος masc/fem/neut gen sg (epic) ὠκύτοκος neut gen sg (epic) ὠκυτόκος causing quick and easy birth masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυτόκου — ὠκύτοκος masc/fem/neut gen sg ὠκύτοκος neut gen sg ὠκυτόκος causing quick and easy birth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκύτοκα — ὠκύτοκος neut nom/voc/acc pl ὠκύτοκος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυτόκα — ὠκυτόκος causing quick and easy birth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκυτόκειος — ον, Α [ὠκυτόκος] (δ. γρφ·) ωκυτόκος … Dictionary of Greek
ωκυτοκία — ἡ, Α [ὠκυτόκος] γρήγορη διεκπεραίωση τού τοκετού … Dictionary of Greek
ωκυτοκεύς — έως, ὁ, Α πιθ. ωκυτόκιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκυτόκος + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
ωκυτοκώ — έω, Μ [ὠκυτόκος] γεννώ γρήγορα … Dictionary of Greek